- αγγλοφιλία
- η англофильство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγγλοφιλία — η [αγγλόφιλος] συμπάθεια προς τους Άγγλους και οτιδήποτε σχετικό με αυτούς … Dictionary of Greek
αγγλόφιλος — η, ο αυτός που συμπαθεί και θαυμάζει τους Άγγλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγγλος + φίλος. ΠΑΡ. αγγλοφιλία] … Dictionary of Greek
αγγλόφιλος — η, ο φίλος των Άγγλων· αφηρημ. ουσ. αγγλοφιλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)